λαιψηρῷ

λαιψηρῷ
λαιψηρός
light
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαιψηρώ — λαιψηρός light masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιψηρῶι — λαιψηρῷ , λαιψηρός light masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ου μη — oὐ μή (Α) επιτατικό τής άρνησης το οποίο χρησιμοποιείται σε ανεξάρτητες προτάσεις σε άρνηση ή απαγόρευση Ι. σε άρνηση συντάσσεται: α) με υποτακτική κυρίως τού αορίστου και σπαν. τού ενεστώτα με ρήματα που σημαίνουν δύναμη ή ικανότητα (α. «οὔ τι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”